υπερεπείγον

υπερεπείγον
«весьма срочно» (степень очерёдности отправки документов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπερεπείγον" в других словарях:

  • υπερεπείγω — ὑπερεπείγω ΝΑ νεοελλ. 1. (το ενεργ. μόνον ως τριτοπρόσ.) υπερεπείγει είναι εξαιρετικά επείγον, βιαστικό («υπερεπείγει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο») 2. μέσ. υπερεπείγομαι βιάζομαι πάρα πολύ 3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ.) υπερεπείγον (ένδειξη σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»